πολυγυνία

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να έχει ένας άνδρας πολλές γυναίκες
2. (για άνδρα) η πολυγαμία
3. βιολ. χαρακτηριστικό τών κοινωνιών ορισμένων πολύγυνων εντόμων, στις οποίες υπάρχουν πολλές βασίλισσες, δηλαδή γονιμοποιημένα θηλυκά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγύνης. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygyny].