πολυάρματος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A with many chariots, S.Ant.149 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 659] mit vielen Wagen, reich an Streitwagen, Theben, Soph. Ant. 149.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἅρματα, Σοφ. Ἀντ. 149F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chars nombreux.
Étymologie: πολύς, ἅρμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -άρματος (< ἅρμα, -τος), πρβλ. ευ-άρματος, χρυσ-άρματος).