πολυέραστος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A much-loved, X.Ages. 6.8 (Sup.), D.S.37.2.

German (Pape)

[Seite 662] vielgeliebt; Xen. Ages. 6, 8; Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέραστος: -ον, ὁ πολὺ ἐραστός, ἀγαπητός, Ξεν. Ἀγησ. 6, 8, Διόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 391. 41.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très aimé.
Étymologie: πολύς, ἐράω.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι-έραστος, φιλ-έραστος].