πολύσημος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A = πολυσήμαντος, Democr.26, Nicostr. ap. Simp.in Cat.368.15,etc.

German (Pape)

[Seite 673] = πολυσήμαντος, Gramm., wie Schol. Ar. Lys. 337.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσημος: -ον, = πολυσήμαντος· ― Ἐπίρρ. πολυσήμως, Κλημέντια 25Β, Βασίλ. 3, 173C.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσημος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, πολυσήμαντος.
επίρρ...
πολυσήμως Α
με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. επί-σημος].