πολυσύστατος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

πολυσύστατος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πολλῶν πραγμάτων, Ἱππολ. Αἱρεσ. 358. 13.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσύστατος, -ον, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + συστατός (< συνίσταμαι)].