ο, θηλ. πολυφαγού, ουδ. -άδικο, Ναυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού ή αυτός που τρώει πολύ συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φαγάς].