πολύφυλλος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A with many leaves, thick-leaved, of the yew, Eup.14.3, cf. Thphr.HP1.10.8, etc.

German (Pape)

[Seite 676] vielblätterig; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ φύλλα, πυκνόφυλλος, ἐπὶ σμίλακος, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 1, 3, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφυλλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά φύλλα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύφυλλος
γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ολιγό-φυλλος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyphylla].