πορνείο
Greek Monolingual
το / πορνεῑον, ΝΜΑ
οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, κν. μπορδέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + κατάλ. -εῖον (πρβλ. χαμαιτυπ-είον)].
το / πορνεῑον, ΝΜΑ
οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, κν. μπορδέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + κατάλ. -εῖον (πρβλ. χαμαιτυπ-είον)].