πορφυρίνη

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι πορφυρίνες
(βιοχ.) υδατοδιαλυτές αζωτούχες βιολογικές χρωστικές, ή βιοχρώματα, τα παράγωγα τών οποίων περιλαμβάνουν τις αιμοπρωτεΐνες, τις αιμοσφαιρίνες, τα κυτοχρώματα και την καταλάση και οι οποίες, ανάλογα με την υποκατάσταση τών ριζών του πυρρολικού δακτυλίου διακρίνονται σε αιτιοπορφυρίνες, ουροπορφυρίνες, και κοπροπορφυρίνες.