πολύυδρος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A abounding in water, τόποι Pl.Lg. 761b.

Greek (Liddell-Scott)

πολύυδρος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, τόποι Πλάτ. Νόμ. 761Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύυδρος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -υδρος (< ὕδωρ, -ατος), πρβλ. μελάν-υδρος].