ποταμόπλοιο

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
πλοίο κατάλληλο να πλέει σε ποτάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + πλοίο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 σε βασιλικό διάταγμα.