ποτητός

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ή, όν, (ποτάομαι)

   A flying, winged: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.12.62: sg., A.R.4.1240.

German (Pape)

[Seite 689] fliegend, οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται, Od. 12, 62, auch nicht einmal Vögel.

Greek (Liddell-Scott)

ποτητός: -ή, -όν, (ποτάομαι) ὁ πετόμενος, πτερωτός· ποτητά, τά, πτηνά, κοινῶς, «πετούμενα», σχηματισθὲν κατὰ τὸ δακετά, ἑρπετά, Ὀδ. Μ. 62.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui vole ; τὰ ποτητά OD les volatiles, les oiseaux.
Étymologie: ποτάομαι.

English (Autenrieth)

(ποτάομαι): flying; subst. ποτητά, birds, Od. 12.62†.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ποτῶμαι
(επικ. τ.)
1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος, φτερωτός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτητά
τα πτηνά, τα πουλιά.