ποτηράκι
Greek Monolingual
το, Ν ποτήρι
υποκορ.
1. (συν. για οινοπνευματώδη ποτά) μικρό ποτήρι
2. το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού («ήπιαμε τρία ποτηράκια ούζο»).
το, Ν ποτήρι
υποκορ.
1. (συν. για οινοπνευματώδη ποτά) μικρό ποτήρι
2. το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού («ήπιαμε τρία ποτηράκια ούζο»).