ΐδος, poet. fem. of
A ποτάμιος, Νύμφαι A.R.3.1219, Nic.Al.128.
[Seite 688] ἡ, bes. poet. fem. zu ποτάμειος; Ap. Rh. 3, 1217 (bei Wellauer nach mss. ποταμήτιδες); μορφή, Nonn. 1, 121.
-ίδος, ἡ, Αβλ. ποταμήϊος.