πρεσβηίς

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβηίς: -ίδος, ἡ, = πρέσβα, πρεσβηὶς τιμή, ἡ ὑψίστη ἢ ἀρχαιοτάτη τιμή, Ὕμν. Ὁμ. 29. 3.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
πρέσβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα -ίς (πρβλ. βασιληίς)].