πρινάρι

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / πρινάριον, ΝΜ, και πιρνάρι Ν
πουρνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρινάρι(ον) < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), ενώ ο τ. πιρνάρι < πρινάρι με μετάθεση του -ρ-].