προοιμιάζω
Greek (Liddell-Scott)
προοιμιάζω: προοιμιάζομαι, ἰδὲ προοιμιάζομαι ἐν τελ.
French (Bailly abrégé)
d’ord. au Moy. προοιμιάζομαι.
Greek Monolingual
Μ
βλ. προοιμιάζομαι.
προοιμιάζω: προοιμιάζομαι, ἰδὲ προοιμιάζομαι ἐν τελ.
d’ord. au Moy. προοιμιάζομαι.
Μ
βλ. προοιμιάζομαι.