προοιμιάζω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Greek (Liddell-Scott)

προοιμιάζω: προοιμιάζομαι, ἰδὲ προοιμιάζομαι ἐν τελ.

French (Bailly abrégé)

d’ord. au Moy. προοιμιάζομαι.

Greek Monolingual

Μ
βλ. προοιμιάζομαι.