προσαμαίνω
Greek (Liddell-Scott)
προσαμαίνω: προσημαίνω, Ἐπιγρ. Παντικαπαίου, ἔκδ. Ἰούργεβιτς, ἐν Ὀδησσῷ 1880 (ῥωσιστί).
Greek Monolingual
Α
βλ. προσημαίνω.
προσαμαίνω: προσημαίνω, Ἐπιγρ. Παντικαπαίου, ἔκδ. Ἰούργεβιτς, ἐν Ὀδησσῷ 1880 (ῥωσιστί).
Α
βλ. προσημαίνω.