προσπατταλεύω
German (Pape)
[Seite 776] att. statt προσπασσαλεύω.
French (Bailly abrégé)
att. c. προσπασσαλεύω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. προσπασσαλεύω.
[Seite 776] att. statt προσπασσαλεύω.
att. c. προσπασσαλεύω.
Α
(αττ. τ.) βλ. προσπασσαλεύω.