προστρέφω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A bring up in, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη A.Ag. 736 (lyr.).    2 feed up, Ruf.Fr.68 (Pass., prob. cj.).    II feed in addition to oneself, Teles p.40 H.

Greek (Liddell-Scott)

προστρέφω: ἀνατρέφω ἐντός, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 735.

French (Bailly abrégé)

élever ou nourrir dans, τινι.
Étymologie: πρός, τρέφω.

Greek Monolingual

Α τρέφω
(ιδίως το παθ.) προστρέφομαι
1. τρέφομαι επί πλέον
2. ανατρέφομαι («ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», Αισχύλ.).