προσπορπατός

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ή, όν,

   A fastened on or to with a πόρπη, pinned down, δεσμῷ A.Pr.142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 779] (adj. verb. zu προσπορπάω), (mit der Spange) angesteckt, angeheftet, οἵῳ δεσμῷ προσπορπ., Aesch. Prom. 141.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορπᾱτός: -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fixé litt. agrafé contre.
Étymologie: πρός, πορπάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α
προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα -τος].