προσσφάζω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A slay at, Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28.

Greek (Liddell-Scott)

προσσφάζω: ἢ -ττω, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28.

Greek Monolingual

και προσσφάττω Α
σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», Πλούτ.).