ον,
A very lame or halt, Luc.Ocyp.146.
[Seite 800] sehr lahm, Luc. Ocyp. 146.
πρόχωλος: -ον, πολὺ χωλός, ὁλωσδιόλου χωλός, Λουκ. Ὠκύπ. 146.
ος, ον :tout à fait boiteux.Étymologie: πρό, χωλός.
-ον, Α χωλόςεντελώς χωλός, κουτσός.