πρωτοφυής

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ές,

   A first-produced, first-born, A.R.3.851.

German (Pape)

[Seite 807] ές, zuerst geworden, entstanden, Ap. Rh. 3, 851.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοφυής: -ές, ὁ πρῶτος φυείς, γεννηθείς, πρωτότυπος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 851.

Spanish

primer engendrado

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -φυής (< φυή / φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολυ-φυής].