-η, -ο και πυκνόσκιωτος, -η, ο, Ν(για δένδρα ή δάση) αυτός που παρουσιάζει πυκνή, βαθιά σκιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ήσκιος «σκιά» + κατάλ. -ωτος (πρβλ. ελαφρο-ήσκιωτος)].