πυκνόσαρκος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον,

   A with solid flesh, Hp.Vict.3.78, Mul.1.73, al., Arist.Pr.861b29.

German (Pape)

[Seite 816] mit dichtem, derbem Fleische, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόσαρκος: -ον, ὁ ἐχων σάρκα συμπαγῆ, Ἱππ. 241. 36, Ἀριστ. Προβλ. 1. 20.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σφιχτοδεμένη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό-σαρκος].