πυκνόκαρπος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον,

   A thick with fruit, Luc.Am.12.

German (Pape)

[Seite 815] mit dichten oder vielen Früchten, μυῤῥίνη, Luc. amor. 12.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς καρπούς, Λουκ. Ἔρωτ. 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πυκνούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + καρπός].