Att. for πυρέσσω.
[Seite 821] att. statt πυρέσσω.
πυρέττω: Ἀττ. ἀντὶ πυρέσσω.
ἐπύρεττον;att. c. πυρέσσω.
Α(αττ. τ.) βλ. πυρέσσω.