πυκνοληψία

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. μορφή επιληψίας με πολύ συχνές προσβολές την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyknolepsy (< πυκνός + -ληψία < -ληπτος < λαμβάνω)].