πυρίβρωτος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω)

   A devoured by fire, Str.17.1.27.

German (Pape)

[Seite 822] vom Feuer verzehrt, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβρωτος: -ον, (βιβρώσκω) ὑπὸ πυρὸς καταβρωθείς, Στράβ. 805.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. θηρό-βρωτος, σκωληκό-βρωτος].