πυροβάτης

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. πυροβάτισσα, Ν
πρόσωπο που εκτελεί πυροβασία, που περπατά ξυπόλυτος πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, κν. αναστενάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, ορει-βάτης.