πυροσθενής
German (Pape)
[Seite 824] ές, feuermächtig (?).
Greek (Liddell-Scott)
πῠροσθενής: -ές, πυρὸς σθένος ἔχων, Λατ. ignipotens, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
βλ. πυρισθενής.
[Seite 824] ές, feuermächtig (?).
πῠροσθενής: -ές, πυρὸς σθένος ἔχων, Λατ. ignipotens, Γλωσσ.
-ές, ΜΑ
βλ. πυρισθενής.