πυροβολητής

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
στρατιώτης ή ναύτης ασχολούμενος με τον χειρισμό πυροβόλου, κανονιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πυροβοληταί, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].