πωρώδης

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ες,

   A like πῶρος, Gal.6.760, Hsch. s.v. σπῖδος.

German (Pape)

[Seite 828] ες, tuffsteinartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πωρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πωρίνῳ λίθῳ, ἢ πώρινος, «παχύνονται δὲ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῦτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πορώδεις λίθοι συνίστανται» Γαλην. τ. 6, 760, 15, Ἡσύχ., ἐν λ. σπίλος.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πῶρος
1. ο όμοιος με πώρο
2. φρ. «πωρώδης λίθος»
ιατρ. πέτρα στους νεφρούς («παχύνονται δέ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῡτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πωρώδεις λίθοι συνίστανται», Γαλ.).