πώνω
English (LSJ)
Dor.and Aeol.,= πίνω, Alc.20,52, Eub.12;
A μαστὸς τὸν ἔπωνε Call.Cer.96.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πίνω.
Dor.and Aeol.,= πίνω, Alc.20,52, Eub.12;
A μαστὸς τὸν ἔπωνε Call.Cer.96.
Α
(δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πίνω.