[Seite 830] ες, zweigartig, zweigig, Schol. Nic. Ther. 545.
ῥᾰδαμνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μικρῷ κλάδῳ ἢ βλαστῷ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 543.
-ῶδες, Α ῥάδαμνοςόμοιος με μικρό βλαστό, με κλωνάρι.