ράφος
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. γένος περιστερόμορφων πτηνών του Ινδικού Ωκεανού, που έχει εξαφανιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raphus < νεολατ. raphus].
ο, Ν
ζωολ. γένος περιστερόμορφων πτηνών του Ινδικού Ωκεανού, που έχει εξαφανιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raphus < νεολατ. raphus].