ρητινούχος
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που περιέχει ρητίνες
2. αυτός από τον οποίο μπορούν να εξαχθούν ρητίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + -ούχος].
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που περιέχει ρητίνες
2. αυτός από τον οποίο μπορούν να εξαχθούν ρητίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + -ούχος].