ῥύπασμα

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A dirt, filth, pollution, Apollon.Lex. s.v. λύματα: but ῥῠπασμός, ὁ, is f.l. in Eust.1849.12.

German (Pape)

[Seite 852] τό, Beschmutzung, Befleckung, Schmutz, Hast. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπασμα: τό, ῥύπος, ἀκαθαρσία, μίασμα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 247D· - ὑποκορ. ῥυπάσμιον· τό, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 655.

Greek Monolingual

το / ῥύπασμα, ΝΜΑ ῥυπαίνω
νεοελλ.
ιατρ. ρυπία
μσν.-αρχ.
ρύπος, ακαθαρσία.