ῥύπασμα
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A dirt, filth, pollution, Apollon.Lex. s.v. λύματα: but ῥῠπασμός, ὁ, is f.l. in Eust.1849.12.
German (Pape)
[Seite 852] τό, Beschmutzung, Befleckung, Schmutz, Hast. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπασμα: τό, ῥύπος, ἀκαθαρσία, μίασμα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 247D· - ὑποκορ. ῥυπάσμιον· τό, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 655.
Greek Monolingual
το / ῥύπασμα, ΝΜΑ ῥυπαίνω
νεοελλ.
ιατρ. ρυπία
μσν.-αρχ.
ρύπος, ακαθαρσία.