σαγματοποιός

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ὁ,

   A saddler, Stud.Pal.3.119 (vi A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 857] Saumsattel machend (?).

Greek (Liddell-Scott)

σαγματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάων σάγματα, «σαμαρᾶς», Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο κατασκευαστής σαγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + -ποιός].