A v. σακκίον.
[Seite 858] od. richtiger σάκιον, τό, nach den VLL. att. statt σακκίον; Xen. An. 4, 5, 36, v. l.; vgl. Phryn. p. 257.
σᾰκίον: ἴδε σακκίον.
v. σάκκιον.
τὸ, Α(αττ. τ.) βλ. σακκίον.