σασί

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σασσί, το, Ν
τεχνολ. το πλαίσιο του σκελετού του αυτοκινήτου, το οποίο στηρίζεται στους άξονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chassis «πλαίσιο»].