σαράκοντα

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

σαράκοντα: σαρακοστός, Βυζ. τύποι τῶν τεσσαράκοντα, -κοστός, Χρον. Πασχ. 352.. 12, κτλ.

Greek Monolingual

Μ
άκλ. (αριθμτ.) τεσσαράκοντα, σαράντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του τεσσαράκοντα με αποκοπή της συλλαβής τε(σ)- λόγω του ότι θεωρήθηκε ως αιτ. του άρθρου: τὲς σαράκοντα.