σανιδωτός

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ή, όν,

   A planked, boarded over, LXX Ex.27.8, al.

German (Pape)

[Seite 861] mit Brettern bedeckt, mit einem Verdecke von Brettern versehen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνῐδωτός: -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σανιδωτός, -ή, -όν, ΝΑ σανιδῶ
στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες
αρχ.
(κυρίως για πλοίο) αυτός που έχει σανιδένιο κατάστρωμα.