σαρκοκάρπιο

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
το μεσοκάρπιο τών δρυπών και άλλων καρπών, στους οποίους αυτό είναι σαρκώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcocarp (< σάρξ, σαρκός + καρπός). Η λ., στον λόγιο τ. σαρκοκάρπιον, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].