σαυκρόπους

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

German (Pape)

[Seite 865] mit zarten Füßen, ἁβρόπους, Hesych.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἁβρόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαυκρός «αβρός» + πούς.