σβεστικός
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., Arist.Pr.933a23, LXX Wi.19.20, Dsc. 1.128: Comp. and Sup., Thphr.Ign.59.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σβέννυμι
σβεστήριος.
ή, όν, = foreg., Arist.Pr.933a23, LXX Wi.19.20, Dsc. 1.128: Comp. and Sup., Thphr.Ign.59.
-ή, -όν, Α σβέννυμι
σβεστήριος.