σέβερος

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

εὐσεβής, δίκαιος, Hsch., cf. Theognost.Can.11.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ευσεβής, δίκαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. σεβ- του σέβομαι με υγρό επίθημα (πρβλ. ὕδωρ: ὕδερος)].