σελιδοποίηση

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σελιδοποιώ, η κατανομή της στοιχειοθετημένης τυπογραφικής ύλης σε σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελιδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].