σερβίρισμα

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σερβίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρ-ισμα)].